- παροίκους
- πάροικοςdwelling besidemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COLONI — vicorum incolae, πάροικοι, apud Recentiores, licet non omnino essent servi, adscriptitii tamen ac servilis conditionis fuêre, culturae agrorum ad certa loca addicti, Unde, apud Bignonium, p. 197. 201. 202. ubi variae Formulae prostant, diserte… … Hofmann J. Lexicon universale
PAROCHIAE — de harum origine Anastasius dieit, Fabianum Pontific. 21. per Regiones Romam divisisse Diaconis, Et Luitprandus: Fabianus 7. Diaconos in urbe Roma in 7. Regiones ipsius urbis divisit. Dionysius autem. Presbyteris Ecclesias divisit et Coemiteria,… … Hofmann J. Lexicon universale
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
παροικιακός — ή, ό [παροικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται την παροικία ή στους παροίκους («παροικιακοί παράγοντες») … Dictionary of Greek
παροικικός — ή, όν, ΜΑ [πάροικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροικία ή στους πάροικους … Dictionary of Greek
παροικομέτρι(ν) — το δώρο που έδιναν στους φτωχούς πάροικους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάροικος + μέτρο(ν)] … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek